- ἐπίκοπος
- ἐπίκοποςre-stampedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίκοπος — η, ο (AM ἐπίκοπος, ον) [επικόπτω] νεοελλ. κουρασμένος αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίκοπον το επικόπανο* αρχ. 1. αυτός που κόπηκε 2. (για δέντρο) κλαδεμένος 3. (για χαράγματα σε νομίσματα) αυτός που χτυπήθηκε, τυπώθηκε δύο φορές (γιατί την πρώτη … Dictionary of Greek
ἐπίκοπον — ἐπίκοπος re stamped masc/fem acc sg ἐπίκοπος re stamped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικόπου — ἐπίκοπος re stamped masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικόπῳ — ἐπίκοπος re stamped masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκοποι — ἐπίκοπος re stamped masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)